Οι ταραχές στα Γαλλικά προάστια και η εξέγερση στην Αθήνα προς το τέλος του 2008 σχετίζονταν, κατά πολλούς, με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους. Στην Ισπανία το ποσοστό ανεργίας των νέων αγγίζει πλέον το 50% – πότε σκόπευε λοιπόν η ισπανική νεολαία να ανοίξει τις δικές της ρωγμές στην κοινωνική ειρήνη, αν όχι τώρα; Παρόλο που ένα τμήμα αυτής της νεολαίας συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ την άνοιξη του 2003 – οπότε και για πρώτη φορά στήθηκαν αντίσκηνα σε πλατείες, κάτι που επαναλήφθηκε και διευρύνθηκε από το φοιτητικό κίνημα το 2008/2009 ενάντια στις διατάξεις της Μπολόνια – προκαλούσε γενικά εντύπωση το ότι οι νεότερες γενιές στην Ισπανία ήταν σχετικά απαθείς για ένα μεγάλο διάστημα, παρά το γεγονός ότι από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, το μέλλον τους δείχνει μέρα με τη μέρα όλο και πιο αβέβαιο. Και τώρα επιτέλους εισέρχονται στην πολιτική σκηνή με τη μορφή ενός ευρύτατου κινήματος διαμαρτυρίας.
Χωρίς καμία αμφιβολία οι εξεγέρσεις στις Αραβικές χώρες και ειδικά αυτές της Βορείου Αφρικής έδωσαν μεγάλη ώθηση στα κινήματα της Ισπανίας. Το ίδιο και οι κινητοποιήσεις των πιο υποτιμημένων κομματιών της Πορτογαλικής κοινωνίας στα μέσα του Μάρτη. Υπήρχαν όμως και πολλές κινήσεις διαμαρτυρίας στην ίδια την Ισπανία που συνδέθηκαν μεταξύ τους μέσα από το ξέσπασμα του παρόντος κινήματος. Μετά το τέλος του φοιτητικού κινήματος κάποιοι πυρήνες ανθρώπων συνέχισαν να δραστηριοποιούνται, με αποτέλεσμα οι εμπειρίες αυτών των άτυπων συλλογικοποιήσεων να συνεισφέρουν σημαντικά στις μετέπειτα κινητοποιήσεις. Μέχρι στιγμής, τα κινήματα που ξεπήδησαν σ” αυτήν την φάση έχουν αναπτυχθεί λίγο-πολύ ανεξάρτητα το ένα απ” το άλλο. Μπορούμε χοντρικά να διακρίνουμε απ” τη μία τις κινητοποιήσεις των εργατών και των ανέργων, και απ” την άλλη τις διαμαρτυρίες των “ενεργών πολιτών” μεταξύ 20 και 40 ετών.
Στην πρώτη κατηγορία κινητοποιήσεων βρίσκουμε κυρίως αγώνες ενάντια στις απολύσεις, την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, τις ιδιωτικοποιήσεις και την άρνηση καταβολής των δεδουλευμένων από πλευράς των αφεντικών. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μικρούς αγώνες που κάποιες φορές δίνονται με αρκετά μαχητικό τρόπο. Έπειτα από μια σειρά πολλών τέτοιων αγώνων στον ιδιωτικό τομέα, πρόσφατα ξέσπασε κύμα κινητοποιήσεων και στο δημόσιο, με αφετηρία την εκπαίδευση και την υγεία. Οι κινητοποιήσεις αυτές παρέμειναν κυρίως μέσα στα πλαίσια της αντιπαράθεσης με την εκάστοτε περιφερειακή αρχή, αν και όλες τους περιείχαν στοιχεία συνολικοποίησης του αγώνα, όπως φάνηκε στις μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον των περικοπών που πραγματοποιήθηκαν σ” ολόκληρη τη χώρα.
Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στις 8 Ιούνη 2010 και η γενική απεργία στις 29 Σεπτέμβρη 2010 δεν κατάφεραν τίποτα άλλο πέρα απ” το να συνολικοποιήσουν τις αντιστάσεις σε ένα απλώς συμβολικό επίπεδο και να εκτονώσουν σε ένα βαθμό την κατάσταση. Απ” την άλλη το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι των κινητοποιήσεων χρησιμοποίησε την απεργία του Σεπτεμβρίου για να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του με πιο δυναμικές πρακτικές (π.χ. καταλήψεις, πικετοφορίες και αυτόνομες πορείες). Στην παρούσα συγκυρία φαντάζει μάλλον απίθανη η κήρυξη γενικής απεργίας από τα συνδικάτα για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Εδώ και ένα-δύο χρόνια οι συνελεύσεις των ανέργων έχουν καταφέρει να προσελκύσουν το δημόσιο ενδιαφέρον μέσα από μικρές δράσεις αλλά χωρίς να αποκτήσουν μέχρι στιγμής την απαραίτητη δυναμική ώστε να θέσουν κεντρικά και συνολικά το ζήτημα. Το 2009, με αφετηρία την “επιτροπή θυμάτων της υποθήκευσης”, ξέσπασε το κίνημα ενάντια στις κατασχέσεις σπιτιών, το οποίο έχει αποκτήσει πλέον μεγάλη μαζικότητα. Μέσα από μια σειρά νομικά βήματα αντιπαλεύουν τις κατασχέσεις, επιχειρηματολογώντας πως, στις περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειό τους, ενώ οι τράπεζες μπορούν να πάρουν τα σπίτια “στην μισή τιμή”, οι ίδιοι μένουν χρεωμένοι με ολόκληρο το ποσό. Σταδιακά καταφέρνουν να αποτρέψουν τις κατασχέσεις και επιτυγχάνουν έναν τύπο “διακανονισμού” με τις τράπεζες. Η πρακτική αυτή υποστηρίζεται μεν από το κίνημα 15-Μ αλλά παραμένει συμβολική: πραγματοποιούνται καθημερινά 230 κατασχέσεις σπιτιών, απ” τις οποίες μόλις 2 ή 3 αποτρέπονται.
Το 2006, πριν ακόμα εκδηλωθεί εντελώς η οικονομική κρίση, το κίνημα “V For Vivienda” (“Σ για Στέγαση”) οργάνωνε συγκεντρώσεις πολλών χιλιάδων ατόμων για ένα χρονικό διάστημα αρκετών μηνών. Η βασική αγωνία τους αφορούσε το μέλλον των νεότερων γενιών, ένα μέλλον στο οποίο “ποτέ δε θα μπορέσουν να αποκτήσουν δικό τους σπίτι”. Στην Ισπανία είναι αρκετά δύσκολη η εύρεση διαμερίσματος για ενοικίαση, οπότε είναι πολύ διαδεδομένα τα υποθηκευτικά δάνεια για την αγορά σπιτιού, το να πληρώνεις, κατά κάποιο τρόπο, ενοίκιο υπό τη μορφή της αποπληρωμής του δανείου προς την τράπεζα. Η έκρηξη της αγοράς ακινήτων οδήγησε σε υποθηκευτικά δάνεια που, η λήξη τους ξεπερνούσε τη διάρκεια ζωής των δανειζόμενων και ενοίκια που δέσμευαν όλο και μεγαλύτερα τμήματα των εισοδημάτων. Οι μισθοί της επισφαλούς εργασίας – τότε που στην Ισπανία μιλούσαν για “τη γενιά των 1000 ευρω” – άρχισαν να αναγκάζουν όλο και περισσότερους 30ρηδες να επιστρέψουν στα σπίτια των γονιών τους.
Απ” το Δεκέμβριο του 2010 ξεκίνησε μια κινητοποίηση με την ονομασία “Anonymous” ως απάντηση στο νόμο που ψήφισε το Υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος στόχευε να καταστείλει το ελεύθερο κατέβασμα ταινιών, μουσικής και software από το διαδίκτυο. Κατά κύριο λόγο επρόκειτο για ακτιβισμούς τύπου “flash-mob” που γνώρισαν μεγάλη αποδοχή. Τον Απρίλιο του 2011 η συλλογικότητα “Νεολαία Χωρίς Μέλλον” κατάφερε να βγάλει στο δρόμο χιλιάδες νεαρούς διαδηλωτές σε πολλές πόλεις της Ισπανίας. Το γεγονός ότι αυτές οι διαδηλώσεις, που αναφέρονταν ξεκάθαρα σε νεολαϊστικα κομμάτια (“χωρίς σπίτι, χωρίς ασφάλιση, χωρίς μέλλον, χωρίς φόβο”), υποστηρίχτηκαν ενεργά και από μεγαλύτερες ηλικίες, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη που προεικόνιζε το κίνημα 15-Μ. Τον Μάιο του 2011 το βιβλίο “Καιρός να Ξεσηκωθούμε” έγινε το απόλυτο μπεστ-σέλλερ σε όλη την χώρα.
Το σημερινό κίνημα στην Ισπανία, το οποίο έχει ονομαστεί με διάφορους τρόπους (15-Μ, DRY, Indignados, Acampada), χαρακτηρίστηκε εξ αρχής από έναν ηθικό και συμπεριφορικό κώδικα, που ανάγεται στην πολιτική κοινωνικοποίηση των συμμετεχόντων μέσα στο το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης και το ευρύτερο δίκτυο ομάδων και οργανώσεων που συγκροτείται γύρω απ” αυτό. Περίπου 100 απ” τις 1200 οργανώσεις που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Ντακάρ το Φεβρουάριο του 2011 προέρχονταν απ” την Ισπανία! Το κίνημα 15-Μ ξεκίνησε με ένα κάλεσμα για διαδηλώσεις σε όλη την χώρα στις 15 Μαΐου, το οποίο γνωστοποιήθηκε κυρίως μέσω του διαδικτύου. Το κάλεσμα πρωτο-δημοσιοποίησε μια απ” τις αμέτρητες κινήσεις ενεργών πολιτών. Εμπνεόμενοι από τα γεγονότα στην Ισλανδία και τη Βόρειο Αφρική, δέκα απ” αυτούς έφτιαξαν ένα μπλογκ και ένα group στο facebook με το όνομα “Νέοι Εν Δράσει”. Μέσα σε πολύ λίγο καιρό προσέλκυσε περισσότερους από 200 μπλόγκερς, πρωτοβουλίες και μικρές ομάδες. Έτσι αυτή η πρωτοβουλία μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια δεξαμενή διαφορετικών ατόμων και ομάδων και η σύνθεσή της γινόταν όλο και πιο ετερογενής. Ο αρχικός πυρήνας μαθητών και φοιτητών πλέον άρχισε να συμπεριλαμβάνει δασκάλους, πανεπιστημιακούς, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτο-απασχολούμενους και επαγγελματίες υπερασπιστές των πολιτικών δικαιωμάτων (π.χ. Attac, Intermon Oxfam κλπ). Επίσης η ηλικιακή κλίμακα της ηλεκτρονικής αυτής κινητοποίησης διευρύνθηκε σε σημαντικό βαθμό.
Τον Ιανουάριο του 2011 το group στο facebook άλλαξε το όνομά του σε “Plataforma de Coordinacion de Grupos por la Movilizacion Ciudadana” (η τελευταία φράση μεταφράζεται ακριβέστερα ως “κινητοποίηση των πολιτών” αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά στην έννοια της “πολιτικής ανυπακοής”). Η κυρίαρχη αντίληψη στο εσωτερικό αυτού του δικτύου εξέφραζε την πεποίθηση πως έφτασε η στιγμή του ξεσηκωμού της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στη διεφθαρμένη τάξη της πολιτικής ελίτ και του χρηματιστικού κεφαλαίου: “Δεν είμαστε εμπορεύματα στα χέρια των πολιτικών και των τραπεζών”. Το ενοποιητικό σύνθημα της πρωτοβουλίας αυτής έγινε και το τελικό της όνομα: “Πραγματική Δημοκρατία Τώρα” (Democracia Real Ya, DRY). Οι κατά τόπους συνελεύσεις της έγιναν για πρώτη φορά το Μάρτιο του 2011. “Ήταν περίεργο που βρεθήκαμε και γνωριστήκαμε κι από κοντά, ξαφνικά τα πάντα έγιναν πραγματικά. Καταλάβαμε ότι ήμασταν πολύ διαφορετικοί ο ένας απ” τον άλλο, αλλά και ότι συμφωνούσαμε στα βασικά ζητήματα”, είπε μία απ” τις συμμετέχουσες. Μέχρι τις αρχές του Μαΐου η “τοπική συνέλευση” είχε φτάσει τα 300 άτομα. Στις 15 του μήνα 80,000 άνθρωποι διαδήλωσαν σε 52 πόλεις της Ισπανίας. Η ατμόσφαιρα ήταν ενθουσιαστική, καταιγιστική, παραληρηματική – και οι πυροκροτητές της ήταν ευτυχισμένοι.
Αλλά τότε συνέβη κάτι πραγματικά καινούριο, κάτι το απρόβλεπτο. Το κίνημα ξαφνικά ξεκίνησε απ” την αρχή και θα “πρεπε σωστότερα να ονομάζεται 16-Μ ή 17-Μ. Αυτό το κίνημα γεννήθηκε στους δρόμους, γεννήθηκε μέσα στον αγώνα για την οικειοποίηση του δημόσιου χώρου και την σύγκρουση με την αστυνομία. Η διαδήλωση της Μαδρίτης τέλειωσε με σποραδικές συγκρούσεις και μερικές συλλήψεις. Το απόγευμα μια ομάδα 35 ανθρώπων που είχαν βρεθεί για να συζητήσουν στην Plaza del Sol αποφάσισαν απλώς να μείνουν στην πλατεία όλο το βράδυ. Το ίδιο βράδυ έφτιαξαν το περίγραμμα ενός μανιφέστου και απαίτησαν την απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων. Το επόμενο απόγευμα έστησαν στην πλατεία μια μεγάλη τέντα και ένα info-point. Αργότερα γύρω στα 100 άτομα συμμετείχαν στη συνέλευση της πλατείας και το βράδυ έμειναν εκεί πάνω από 400. Νωρίς το επόμενο πρωί τους έδιωξε βίαια η αστυνομία. Αργότερα το βράδυ ο κόσμος άρχισε να ξαναμαζεύεται όλο και πιο μαζικά. Γύρω στις 8 η πλατεία είχε 6,000 ανθρώπους! Οι συζητήσεις κράτησαν όλη τη νύχτα, γινόταν παράλληλα διάφορες συνελεύσεις και τελικά δημιουργήθηκαν ομάδες εργασίας – οι περισσότερες απ” τις οποίες επιφορτίστηκαν με την οργάνωση και τη διαμόρφωση του χώρου της πλατείας. Την ίδια μέρα στήθηκαν σκηνές στις κεντρικές πλατείες άλλων 60-80 Ισπανικών πόλεων. Σε περίπου 200 πόλεις πραγματοποιήθηκαν κινήσεις αλληλεγγύης προς τους κατασκηνωτές των πλατειών. Μπροστά στον κίνδυνο της εκκένωσης από την αστυνομία, το κίνημα μεγάλωσε με πολύ γρήγορο ρυθμό. Οι δημοτικές εκλογές ήταν προγραμματισμένες για την επόμενη Κυριακή και το κράτος προσπάθησε να δικαιολογήσει το σχέδιο απαγόρευσης της δημόσιας κατασκήνωσης στις πλατείες, επιχειρώντας μια νέα ερμηνεία του τμήματος του εκλογικού νόμου, όπου αναφέρεται ότι απαγορεύονται οι προεκλογικές συγκεντρώσεις για το διάστημα πριν τις εκλογές. Την Παρασκευή το βράδυ συγκεντρώθηκαν 25,000 άτομα στην Plaza del Sol, ενώ και στις υπόλοιπες πόλεις η κατάσταση ήταν παρόμοια.
Παρόλα αυτά οι εκλογές δεν επηρεάστηκαν απ” τις κινητοποιήσεις των πλατειών. Λόγω της ολοκληρωτικής κατάρρευσης των σοσιαλδημοκρατών, το δεξιό Partido Popular επικράτησε με ευκολία. Η αποχή δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλή, αλλά οι λευκές και άκυρες ψήφοι ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο και καταγράφηκαν σαν ιστορικό ρεκόρ. Στο μεταξύ το κίνημα συζητούσε για τη μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων σε αμέτρητες ανοιχτές συνελεύσεις όλο και περισσότερων πλατειών. Επιπλέον σε κάποιες πόλεις οι “κεντρικές” συνελεύσεις αποφάσισαν να οργανώσουν τοπικές συνελεύσεις σε κάθε γειτονιά.
Σήμερα, στα μέσα Ιουνίου, οι περισσότερες απ” τις κατειλημμένες πλατείες έχουν αδειάσει. Σε μερικές απ” αυτές οι καταληψίες συνεχίζουν να μένουν στις σκηνές τους και οι αρχές ανά τακτά διαστήματα τους απειλούν με εκκένωση της πλατείας, βέβαια απ” την άλλη οι κυρίαρχοι έχουν καταλάβει πλέον πως η καταστολή του κινήματος συνήθως το αναζωπυρώνει. Στην Βαρκελώνη για παράδειγμα η βίαιη εκκένωση της πλατείας απ” την αστυνομία στις 27 Μαΐου είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάληψη της πλατείας λίγες ώρες αργότερα από χιλιάδες ανθρώπους. Το κίνημα έχει επανειλημμένα αναβάλει την αποχώρηση με τους δικούς του όρους απ” τις πλατείες, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι πρέπει πρώτα να στερεοποιήσει τις οργανωτικές του δομές. Παντού πλανάται μια ισχυρή επιθυμία για συνέχεια. Κανείς δεν είναι πρόθυμος να τα παρατήσει κανείς δε θέλει να επιστρέψει στην άδεια ζωή της κοινωνικής απομόνωσης. Όλοι και όλες συνειδητοποίησαν ότι ο ψηφιακός χώρος των “κοινωνικών δικτύων” δεν αποτελεί παρά ένα πολύ περιορισμένο και περιοριστικό έδαφος επικοινωνίας. Γι” αυτόν το λόγο σε κάποιες πλατείες έχει κρατηθεί ακόμα η ελάχιστη υποδομή (info-point, ηχεία, μικρόφωνα) για τη διεξαγωγή συνέλευσης, αν αυτή προκύψει. Πιο πρόσφατα ακόμα το κίνημα επεφύλασσε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στους νεο-εκλεγέντες των περιφερειακών εκλογών και τους μετόχους της τράπεζας Banco Santander. Η πιο εντυπωσιακή δράση ήταν ο αποκλεισμός του κτιρίου της περιφερειακής κυβέρνησης στην Cataluña στις 15 Ιούνη την ώρα που μέσα σ” αυτό συζητιόταν ένα νέο πρόγραμμα λιτότητας. Στις 19 Ιουνίου πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις σε 60 πόλεις, ενώ στην Βαρκελώνη περίπου 80,000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Την επόμενη μέρα οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν στην Βαλένθια, τη Σεβίλλη, το Αλικάντε, την Γκαλίτσια και τη Βαρκελώνη. Οι περισσότεροι απ” τους διαδηλωτές ήταν άνεργοι. Στις 23 Ιούνη, τέλος, θα συγκεντρώνονταν στην πρωτεύουσα, τη Μαδρίτη.
Σχεδόν σύσσωμη η Ισπανική κοινωνία είδε το κίνημα με τρομερή συμπάθεια. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το 85% του πληθυσμού ήταν υπέρ των κινητοποιήσεων. Η ισχύς και η διεισδυτικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι εξέφρασε ρητά τη διάχυτη αηδία προς τους “επαγγελματίες πολιτικούς” κομμάτων και συνδικάτων. Προφανώς το κίνημα βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή (δημοτικές εκλογές, ανακοίνωση περαιτέρω περικοπών, αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας), αλλά ακόμα πιο καθοριστική για την πορεία του ήταν η μετάβαση απ” την συμβολική στην πραγματική σύγκρουση με το κράτος. Στην κορύφωσή του κατάφερε να ανοίξει ρωγμές στον επίσημο λόγο περί της κρίσης [δηλαδή το λόγο περί χρέους, μη-βιωσιμότητας των κοινωνικών υπηρεσιών, χαμηλής παραγωγικότητας κλπ] και να σπρώξει τους διαχωρισμούς (συντεχνιακούς ή ηλικιακούς) στο περιθώριο. Μέσα σε ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκε μια αντι-κοινωνία μέσα στις πλατείες και μέσα σ” αυτήν η αίσθηση του ιστορικού χρόνου έγινε χειροπιαστή, το φαντασιακό της ανταγωνιστικής δυναμικής απέκτησε σάρκα και οστά και εξέφρασε συνολικά κοινωνικά συμφέροντα. Η εμπειρία της αυθόρμητης συλλογικής οργάνωσης, η αίσθηση εκκίνησης προς κάτι νέο και το ξεπέρασμα της απομόνωσης ενσαρκώθηκαν σε αμέτρητες συνελεύσεις που έφταναν τους χιλιάδες συμμετέχοντες. Πολλοί άνθρωποι βρήκαν το κουράγιο που τους έλειπε, βρήκαν έναν χώρο για ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων – αποσπασματικών ή συνολικών – για όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής που δυσχεραίνονται από τις συνέπειες τις κρίσης.
Ο χρόνος είναι σημαντικότατο στοιχείο της δυναμικής της κινηματικής διαδικασίας. Τη στιγμή που κορυφωνόταν η πόλωση, η δυνατότητα της λαϊκής εξέγερσης έμοιαζε πιο κοντά από ποτέ. Όσο όμως ο καιρός περνάει χωρίς απτή πρόοδο ή νέα κλιμάκωση, γίνονται και πάλι ορατοί οι διαχωρισμοί – γίνεται ξανά αδύνατο το μόνιμο ξεπέρασμά τους. “Μπορείς να καταλάβεις μια πραγματική εξέγερση απ” τη δυνατότητά της να μετασχηματίζει τη σχέση χώρου και χρόνου”, έγραφε ο Guillermo Kaejane.
Οι συνελεύσεις θεωρούνται το σύμβολο της αυθεντικής, οριζόντιας, αμεσοδημοκρατικής μορφής οργάνωσης. Στην Ισπανία η περίοδος της εργατικής αυτονομίας στα τέλη του ’70 ήταν συνυφασμένη με την οργανωτική μορφή των συνελεύσεων. Η γενική συνέλευση των εργατών ήταν το σώμα που αποφάσιζε για όλες τις συλλογικές δράσεις μέσα στο εργοστάσιο. Αλλά εάν οι συνελεύσεις μετατραπούν σε έναν απόλυτο στόχο – δηλαδή σε μια οργανωτική μορφή η οποία φέρνει κοντά ανθρώπους που δε συνδέονται κοινωνικά με κανέναν άλλο τρόπο (π.χ να εργάζονται, να ζούνε και να αγωνίζονται μαζί) – τότε μετατρέπονται σε θεσμούς χωρίς νόημα. Η συνέλευση τότε θα χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να μην κινδυνεύσουν να διαρραγούν οι παραδοσιακά διαχωρισμένες σχέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων από τον λόγο, που διαφοροποιείται από την κενή και αφηρημένη συναίνεση. Οι συζητήσεις γίνονται απρόσιτες και αδιάφορες για τον κόσμο που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους – μετατρέπονται δηλαδή σε μια μορφή ριζοσπαστικού κοινοβουλευτισμού. Μ” αυτόν τον τρόπο ακυρώνεται η ίδια η αναζήτηση απελευθερωτικών μορφών οργάνωσης. Έτσι, επιπλέον, η ριζοσπαστική άρνηση των ιδεολογιών που επρόκειτο να προστατεύσει τις συνελεύσεις απ” το πολιτικό “καπέλωμά” τους, οδηγεί στην απο-πολιτικοποίηση της συζήτησης.
Οι κεντρικές πολιτικές αντιθέσεις του κινήματος έγκεινται στη σχέση του με το κράτος και τη δημοκρατία. Όσο η δημοκρατία δεν αντιμετωπίζεται σαν μία μορφή καπιταλιστικής κυριαρχίας, τόσο η κριτική της θα παραμένει επιφανειακή και λαϊκίστικη. Αν νομίζουμε ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι λόγω του ανήθικου ή ανέντιμου χαρακτήρα τους, δε μένει παρά να τους αντικαταστήσουμε με άλλους, πιο έντιμους και πιο ηθικούς, που θα μπορούν να ελέγχουν και να περιορίζουν τους “άπληστους” τραπεζίτες. Σύμφωνα με αυτήν την λογική όλα εν τέλει καταλήγουν στα “κατάλληλα πρόσωπα” και όχι στους συγκεκριμένους κοινωνικούς θεσμούς. Συνεπώς η κριτική στην πολιτική της ευρωζώνης και τα μέτρα λιτότητας παραμένει κοντόφθαλμη και αδυνατεί να διανοηθεί κάτι διαφορετικό από “εναλλακτικές” μορφές κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής. Μέσα σ” αυτά τα πλαίσια γίνεται πιο ξεκάθαρος ο διφορούμενος και αντιφατικός χαρακτήρας του πασιφισμού του κινήματος. Πίσω απ” αυτόν τον πασιφισμό δεν βρίσκεται μόνο ο φόβος του “καπελώματος” (δηλαδή η εκμετάλλευση του κινήματος από εξωτερικές πολιτικές δυνάμεις), αλλά επίσης μια ρητή επιδίωξη να μετατραπεί το κίνημα σε έναν “κριτικό αλλά παραγωγικό” συνομιλητή του κράτους. Αυτά τα ειρηνιστικά προσχήματα επανέρχονται συνεχώς, παρόλο που ακόμα και ειρηνικές καθιστικές διαμαρτυρίες έχουν πολλές φορές κατασταλεί βίαια απ” την αστυνομία. Σχεδόν εμμονικά πλέον, οι κήρυκες της μη-βίας επιδιώκουν να εμφανιστούν σαν μάρτυρες στην αρένα της κοινής γνώμης, ενώ την ίδια στιγμή για τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ είναι πολύ εύκολο να “αποδείξουν” το αντίθετο.
Φυσικά αυτές οι αντιφάσεις έχουν συζητηθεί στο εσωτερικό του κινήματος και έχουν υπάρξει ήδη κάποια βήματα προς την επίλυσή τους με παραγωγικό τρόπο. Η φύση όμως των αντιφάσεων υπαινίσσεται τους διαφορετικούς ή αντιθετικούς πόλους της κοινωνικής σύνθεσης του κινήματος. Παρά το γεγονός ότι οι διακρίσεις δεν είναι πάντα καθαρές, μπορούμε να ξεχωρίσουμε απ” τη μία τις πρωτοβουλίες των “ενεργών πολιτών” και των μπλόγκερς και απ” την άλλη το χώρο των αυτόνομων ομάδων, των καταληψιών, της παλιάς και νέας αριστεράς. Στον πρώτο πόλο υπήρχε μία εντυπωσιακά ισχυρή παρουσία δικηγόρων ανάμεσα στους αγωνιστές και η προσδοκία για κοινωνική αναγνώριση ήταν γενικά εμφανής. Ενώ λοιπόν αυτή η τάση κατάρτιζε επανειλημμένα λίστες αιτημάτων και εμφατικά απέρριπτε κάθε “αντι-συστημική” προοπτική, ένα μέρος της αριστεράς και των καταλήψεων ενεπλάκη με τις πλατείες μόνο αφότου “βεβαιώθηκε” ότι σ” αυτές εκφράζεται μια ευρύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια, επιχειρώντας έπειτα να διευρύνουν τη μαζικότητα και το χαρακτήρα τους.
Το κίνημα δεν είναι εν γένει νεολαϊστικο. Ο μέσος όρος ηλικίας των αγωνιζόμενων βρίσκεται κάπου μεταξύ 25 και 40, ενώ όσοι ήταν ήδη οργανωμένο κομμάτι του αγώνα ανήκουν κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες αυτού του φάσματος. Το κίνημα δεν πυροδοτήθηκε στους χώρους της εκπαίδευσης, ούτε είχε ιδιαίτερη επίδραση πάνω τους, παρόλο που πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες συμμετείχαν στις καταλήψεις των πλατειών. Η κατηγορία “νεολαία” ούτως ή άλλως αδυνατεί να περιγράψει αποτελεσματικά μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Εξαιρώντας τους μαθητές που παρατάνε το σχολείο, τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στους νέους της Ισπανίας βρίσκονται στους απόφοιτους πανεπιστημίου. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ τεράστιο κομμάτι των Ισπανών εργαζομένων (25%) είναι υπερ-καταρτισμένο, δηλαδή εργάζονται σε δουλειές που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης απ” αυτό που έχουν αποκτήσει. Η Ισπανία κατέχει τα πρωτεία στην Ευρώπη όσον αφορά την υπερ-κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, στους νέους εργαζόμενους το ποσοστό αγγίζει το 40% την ώρα που ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 23%. Στην Ισπανία το 29% του πληθυσμού εισάγεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 28%, της Ε.Ε. 25% και της Γερμανίας ακόμα λιγότερο. Τα τελευταία στοιχεία δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες διαφορές, αλλά στην Ισπανία το 31% δε λαμβάνει καμία επαγγελματική κατάρτιση μετά το σχολείο (στην Ε.Ε το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15%), ενώ μόνο το 38% καταρτίζεται ολοκληρωμένα (στην Ε.Ε το 52%). Η υπο-αντιπροσώπευση της “μεσαίου-επιπέδου-κατάρτισης” στην αγορά εργασίας εξηγείται ιστορικά από την κυρίαρχα διαδεδομένη πρακτική της “μαθητείας-στη-δουλειά”.
Παράλληλα με την ένταση των αναδιαρθρώσεων της κρίσης η απαίτηση για “κατάρτιση” αυξάνεται συνεχώς. Ήδη ακούγονται φωνές που προειδοποιούν ότι δεδομένων των δομικών προβλημάτων της αγοράς εργασίας αυτή η τάση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη “υπερ-κατάρτιση”. Την ίδια στιγμή οι μαθητές αποτελούν μια τεράστια δεξαμενή φτηνής εργασίας για κακο-πληρωμένη πρακτική άσκηση ή άλλες ευκαιριακές δουλειές. Για πολλούς απ” αυτούς οι προοπτικές τεχνικής επαγγελματικής κατάρτισης δεν είναι παρά απέραντες αίθουσες αναμονής κι όσο περισσότερο βαθαίνει η κρίση, τόσο περισσότερο αυτή η κατάσταση αναμονής θα γίνεται μόνιμη. Πολλές μελέτες αναδεικνύουν ότι τα τελευταία χρόνια ο “μεσαίος χώρος” -όσον αφορά την κατάρτιση και το εισόδημα- της εργασίας έχει συρρικνωθεί με ταχύτατους ρυθμούς. Υπάρχει μια αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στην προλεταριοποίηση των αρκετά καταρτισμένων και σχετικά καλο-πληρωμένων μεσαίων στρωμάτων και την ανάπτυξη της επικοινωνιακής/πληροφοριακής τεχνολογίας. Ο χρυσός κανόνας των προηγούμενων περιόδων ότι η (επίσημη) εκπαίδευση αυξάνει τον εθνικό πλούτο και εκτοξεύει την ατομική επιτυχία έχει χάσει κάθε ισχύ. Κάτι τέτοιο οδηγεί απ” τη μία πλευρά στην επιμονή για αναγνώριση των εργασιακών προσόντων και απ” την άλλη στη ριζοσπαστικοποίηση της κριτικής των κοινωνικών σχέσεων. Απ” την σκοπιά του κεφαλαίου η λύση βρίσκεται στην άμβλυνση της “ακαμψίας” της αγοράς εργασίας. “Ακαμψία” στη γλώσσα των αφεντικών σημαίνει οτιδήποτε ορθώνει αντιστάσεις στη “φυσική” εξέλιξη της ρύθμισης των συνθηκών εκμετάλλευσης: συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αυξήσεις μισθών και αποζημιώσεις απόλυσης.
Η συσχέτιση του κινήματος της Ισπανίας με τα κινήματα της Βορείου Αφρικής είναι σαφώς κατανοητή. Κι εκεί, όπως στην Ισπανία, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των αγορών έχει περιστείλει σημαντικά τα περιθώρια για ένα μοντέλο συσσώρευσης βασισμένο στις εξαγωγές. Οι δημογραφικές πιέσεις στη Βόρεια Αφρική και η έκρηξη της φούσκας της αγοράς ακινήτων στην Ισπανία συνέπεσαν με την παγκόσμια κρίση. Αυτή η διαδικασία επιτάχυνε την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και εγκλώβισε τις νέες γενιές εργαζομένων στις σκληρότερες συνθήκες εκμετάλλευσης. Εδώ κι εκεί, το κίνημα έχει δυο ψυχές. Η μία κυριαρχείται απ” την απειλούμενη μεσαία τάξη και την προσανατολισμένη προς την καριέρα “νέα γενιά”, αμφότερες απ” τις οποίες στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό των πολιτικών δομών και τη νοσταλγική αποκατάσταση του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας. Η άλλη συγκροτείται απ” τα προλεταριακά κομμάτια του πληθυσμού και τη νεολαία που δεν έχει δυνατότητες “κοινωνικής ανόδου”. Αυτοί αναζητούν την κοινωνική δυναμική για να ανατρέψουν τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Προς το παρόν αποτελούν κομμάτι μιας συμμαχίας, ως μέρος ενός είτε πατριωτικού είτε “δημοκρατικού-πασιφιστικού” μετώπου δράσης. Όσο όμως η πρώτη ψυχή κυριαρχεί επί της δεύτερης, το κίνημα δεν θα προχωρήσει πέρα από μια προσομοίωση επανάστασης ενάντια σε μια προσομοίωση δημοκρατίας.
Μετά τη δικτατορία του Φράνκο το ζήτημα της αποκέντρωσης της κρατικής εξουσίας έγινε ένα απ” τα κεντρικότερα στην Ισπανική πολιτική ζωή. Το γεγονός ότι οι περιφέρειες και οι δήμοι έχουν σημαντική συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν τον κρατικό προϋπολογισμό εκφραζόταν και αντιμετωπιζόταν ως δημοκρατικοποίηση των πολιτικών θεσμών. Είναι ακριβώς μ” αυτήν την αποκεντρωμένη διοικητική δομή, που το κράτος θέλει να ξεμπερδέψει μια και καλή. Το χρέος των θεσμών περιφερειακής αυτοδιοίκησης (Communidades Autonomas) φτάνει το 10,2% του Ισπανικού ΑΕΠ, το υψηλότερο από το 1990. Φέτος το χρέος διογκώθηκε κατά 27%, σχεδόν με διπλάσια ταχύτητα απ” το συνολικό κρατικό χρέος, το οποίο αυτήν τη στιγμή φτάνει τα 467,328 εκατομμύρια Ευρώ, ή αλλιώς το 44,1% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες της περιφερειακής και δημοτικής αυτοδιοίκησης αποτελούν μαζί το 50% των συνολικών κρατικών εξόδων, ενώ συνεχώς διογκώνονται σημαντικά. Μετά την “δέσμευση για τις συνενώσεις” στις Βρυξέλλες το Μάιο του 2010, η Ισπανική κυβέρνηση έθεσε στις περιφέρειες ανώτατο όριο για νέο δανεισμό στο 2,4% και ανακοίνωσε ότι σε αντίθετη περίπτωση θα περικόψει κάθε χρηματοδότηση για την αποπληρωμή παλαιότερων χρεών.
Μέχρι σήμερα οι κατασκευές και η αγορά ακινήτων προμήθευαν το κράτος με μεγάλα έσοδα. Η κρίση και η ύφεση οδήγησαν στην κατάρρευση την εισοδηματική και φορολογική πολιτική (και επομένως τα έσοδα) των περιφερειών και των δήμων, ενώ απ” την άλλη οι δημοτικές δαπάνες για υπηρεσίες πρόνοιας αυξήθηκαν αρκετά (παρόλο που αυτές οι δαπάνες περνάνε απ” την κεντρική κρατική χρηματοδότηση). Οι εκπρόσωποι των κεφαλαιακών αγορών υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη παράλληλης κεντρικής και περιφερειακής κρατικής δομής οδηγεί στην αδιαφάνεια, την αναποτελεσματικότητα και την σπατάλη. Τα ομόλογα των περιφερειών υποβαθμίστηκαν και τα επιτόκια αυξήθηκαν. Τα κρατικά ταμιευτήρια (cajas de ahorro), που μέχρι τώρα έπαιζαν μείζονα ρόλο στην χρηματοδότηση των περιφερειών και των δήμων απ” τον προϋπολογισμό, βρίσκονται υπό κατάρρευση και σταδιακά ιδιωτικοποιούνται. Πλέον οι ίδιες οι περιφέρειες έχουν αρχίσει να πουλάνε ομόλογα με υψηλό επιτόκιο κατευθείαν σε χέρια ντόπιων ιδιωτών. Την ίδια στιγμή ζητούν περισσότερες δημόσιες δαπάνες απ” τη Μαδρίτη και τις Βρυξέλλες, δεδομένου ότι όλο και μεγαλύτερο τμήμα των δαπανών για παιδεία και υγεία προέρχεται πια απ” τους τοπικούς προϋπολογισμούς.
Το Μάιο του 2010 η κυβέρνηση είχε ήδη μειώσει τους μισθούς 2,8 εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων κατά μέσο όρο 5% και είχε περιορίσει σημαντικά τις δημόσιες επενδύσεις. Στους οργανισμούς δημοσίων συγκοινωνιών (σιδηρόδρομους, τοπικά συγκοινωνιακά δίκτυα, αερολιμένες), όπου οι εργαζόμενοι έχουν ξεχωριστές συλλογικές συμβάσεις, οι περικοπές μισθών επιβλήθηκαν μέσω της κρατικής πολιτικής της μείωσης δαπανών. Παρόμοια κατάσταση βρίσκουμε και στις εταιρίες καθαρισμού που είχαν συνάψει συμβάσεις έργου με τους δήμους. Τα ίδια ισχύουν και για τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα (concertados) στην υγεία και την εκπαίδευση, φαινόμενο εξαιρετικά συχνό στην Ισπανική επικράτεια. Στην Καταλωνία για παράδειγμα υπάρχουν 60,000 εργαζόμενοι που δουλεύουν σε ιδιωτικές κλινικές και 23,000 εκπαιδευτικοί που δουλεύουν σε ιδιωτικά σχολεία (τα περισσότερα απ” τα οποία ανήκουν στην εκκλησία), αλλά αυτές οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τους τελευταίους μήνες ξεπηδούν συνεχώς αγώνες για το επίπεδο των μισθών και τις συνθήκες εργασίας σε όλους τους παραπάνω τομείς, χωρίς όμως να αναδύεται μέχρι τώρα ένα γενικευμένο κίνημα.
Το ζήτημα της χρηματοδότησης και των δημοσιονομικών των περιφερειών και των δήμων, οι οποίοι απασχολούν τους μισούς δημόσιους υπαλλήλους της χώρας, έχει γίνει το κέντρο των επόμενων προγραμμάτων λιτότητας. Έχουν μετατραπεί σε εργαστήρια όπου δοκιμάζονται συνεχώς νέα μέτρα, τα οποία αν πετύχουν θα μπορούν να εφαρμοστούν έπειτα σε εθνική εμβέλεια. Έχει γίνει προφανές πλέον ότι αρκετές περιφέρειες θα υπερβούν τα χρεωστικά τους όρια και το συνολικό χρέος του Ισπανικού κράτους δύσκολα θα παραμείνει εντός των ορίων που έχει “υποσχεθεί” στην ΕΕ. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να επιτρέψει στις χρεωμένες περιφέρειες να λάβουν επιπλέον δάνεια, με μόνο “αντάλλαγμα” την ανακοίνωση δραστικών μέτρων λιτότητας. Οι περιφέρειες στη συνέχεια θα μειώνουν ακόμα περισσότερο τους μισθούς, θα αυξάνουν τα δημοτικά τέλη και θα υποβαθμίζουν τις δημόσιες υπηρεσίες. Αν σκεφτούμε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των συνολικών δημοσίων δαπανών των περιφερειών πηγαίνουν στην υγεία και την εκπαίδευση και ότι πρέπει να μειώσουν τα έξοδά τους από το 2,8% στο 1,3% του ΑΕΠ, τότε μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την έκταση και την ένταση των μελλοντικών αντιδράσεων.
Η Murcia –μια πόλη 440,000 κατοίκων – είναι η πρωτεύουσα της περιφέρειας “Murcia” (1,460,000 κάτοικοι) στη Μεσογειακή ακτή, νότια της Valencia. Η εκρηκτική άνθιση των κατασκευαστικών έργων οδήγησε τη Murcia στο να καταγράψει ρεκόρ ανάπτυξης και να μειώσει την ανεργία στο ιστορικό 7,15% μέχρι το 2008, σήμερα το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 23,6%. Η Murcia θα μετατρεπόταν στη Φλώριδα της Μεσογείου (είχαν σχεδιαστεί κατοικίες και γήπεδα γκολφ για 80,000 νέους κατοίκους). Όλο και περισσότερα παιδιά παρατούσαν το σχολείο λόγω των εύκολων και γρήγορων κερδών που έφερνε η ανάπτυξη. Όταν έσκασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων ο μονόπλευρος προσανατολισμός της τοπικής οικονομίας γύρισε μπούμερανγκ. Αυτή τη στιγμή στη Murcia υπάρχουν 35,000 άδεια διαμερίσματα ενώ πέρυσι το χρέος της περιφέρειας αυξήθηκε κατά 51,61% ξεπερνώντας τα 2 δισεκατομύρια Ευρώ – περίπου 7,4% του τοπικού ΑΕΠ. Το 2010 το έλλειμμα του προϋπολογισμού βρισκόταν στο 3,4%.
Στην περιφερειακή αρχή την πλειοψηφία κατέχει το συντηρητικό κόμμα (Partido Popular). Στα 15 χρόνια της θητείας του, ο επικεφαλής του κόμματος Valcarcel συμβουλευόταν τα συνδικάτα σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Κατά τα χρόνια της ανάπτυξης το κυβερνών κόμμα έφτιαξε ένα ισχυρό και συμπαγές δίκτυο διαφθοράς που εισέβαλε σε όλους τους τομείς της τοπικής κοινωνίας. Απ” τους 45 δήμους στην περιφέρεια, οι 23 εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς. Μέχρι πρόσφατα σπάνια είχαν εμφανιστεί κοινωνικές διαμαρτυρίες. Ακόμα και το κάλεσμα σε γενική απεργία στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 βρήκε λίγους υποστηρικτές εκείνον τον καιρό στη Murcia. Όταν ο Valcarcel ανακοίνωσε περικοπές 300 εκατομυρίων Ευρώ για το νέο προϋπολογισμό στις 21 Δεκεμβρίου 2010 αρχικά φάνηκε πως αυτή η κοινωνική απάθεια θα συνεχιζόταν. Την ίδια μέρα το κόμμα του ανακοίνωσε ότι θα ψηφίσει ένα νόμο “για νέα μέτρα που θα βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας”, τα οποία θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις μισθών για τους δημόσιους υπάλληλους. Αυτό πρακτικά σήμαινε παραβίαση των συλλογικών συμβάσεων χωρίς να πληροφορηθούν καν τα συνδικάτα.
Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2010 επέβαλε περαιτέρω άμεσες και έμμεσες μειώσεις μισθών και επέκταση ωραρίου για 55,000 δημόσιους υπαλλήλους – 22,000 απ” τους οποίους ήταν εκπαιδευτικοί. Από τη νύχτα της 22ης Δεκεμβρίου κιόλας κάποιοι πληττόμενοι εργαζόμενοι οργάνωσαν μια αυθόρμητη διαμαρτυρία μέσω sms. Περίπου 1,000 άτομα υποδέχτηκαν τον Valcarcel όπως του άξιζε καθώς κατέφθανε σε μια τελετή βράβευσης – μέχρι που παρενέβη η αστυνομία. Αργότερα 1,500 άτομα συγκεντρώθηκαν μπροστά στο σπίτι του στη Gran Via και του πέταξαν αυγά. Στους επόμενους μήνες θα του δινόταν πολλές φορές ακόμα η ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του ως κινούμενος στόχος σε πορείες και συγκεντρώσεις.
Τα μέλη των συνδικάτων στους πληττόμενους τομείς προσπάθησαν να οργανώσουν από κοινού κινήσεις διαμαρτυρίας και να σχηματίσουν μια επιτροπή για την κρίση. Σ” αυτήν την επιτροπή συμμετείχαν η UGT (πρόσκειται στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα PSOE), την CCOO (πρώην Comisiones Obreras, πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα), το STERM (συνδικάτο εκπαιδευτικών), το CSIF (ανεξάρτητο συνδικάτο δημοσίων υπαλλήλων), το ANPE (συνδικάτο εκπαιδευτικών), το SATSE (συνδικάτο εργαζομένων στην υγεία), το SIDI (συνδικάτο εκπαιδευτικών), το CESM (συνδικάτο γιατρών), το SAE (συνδικάτων τεχνικών στην υγεία) και η CGT (αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο). Η συμμαχία ήταν εξαιρετικά ετερογενής, δεν ενεπλάκησαν όλα τα συνδικάτα στον ίδιο βαθμό, και σύντομα διασπάστηκε σε μικρότερα μέτωπα ανάλογα με τα αντίστοιχα κοινά τους συμφέροντα.
Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των συνδικάτων παραδέχονται ότι εξεπλάγησαν από την έκταση του κινήματος. Σχεδόν κάθε μέρα πραγματοποιούνταν μικρές συνελεύσεις και συγκεντρώσεις σε σχολεία και νοσοκομεία. Η συμμαχία των συνδικάτων ήδη απ” την αρχή θεμελιώθηκε σε δύο βάσεις: παράλληλα με το γενικό συντονισμό, δηλαδή την “επιτροπή για την κρίση”, τα συνδικάτα έστησαν επί μέρους επιτροπές για τη δημόσια διοίκηση, της δημόσιες υπηρεσίες, τον τομέα της υγείας και τα σχολεία. Οι επί μέρους επιτροπές οργάνωναν και συντόνιζαν τις διαμαρτυρίες στον αντίστοιχο εργασιακό τομέα τους ανεξάρτητα, ενώ η επιτροπή για την κρίση επιφορτιζόταν με την οργάνωση των μεγάλων και κεντρικών διαδηλώσεων. Κάποιες οργανώσεις που πρόσκεινται στο κυβερνών Partido Popular συμμετείχαν επίσης στη συμμαχία μετά από πίεση της βάσης τους. Περιέργως η συγκεκριμένη συνεργασία κράτησε περισσότερο απ” ότι αναμενόταν.
Απ” τις συνελεύσεις στους εργασιακούς χώρους εκλέγονταν αντιπρόσωποι για να πάνε στην εθνική επιτροπή και να διατηρήσουν μια σταθερή επικοινωνία. Επιπλέον τα ψηφιακά δίκτυα έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ” αυτήν την επικοινωνία: περίπου 7,000 άνθρωποι αντάλλαζαν απόψεις, εμπειρίες και πληροφορίες σε τρία κεντρικά forums. Όλα τα δημόσια κτίρια καλύπτονταν από πανό και πραγματοποιούνταν συνεχώς συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή αντι-πληροφόρησης. Όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο εύκολο να απευθυνθούν στους “πολίτες” και να τους πείσουν ότι το ζήτημα αφορά επίσης την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Μ” αυτόν τον τρόπο το κίνημα ανακτούσε συνεχώς έδαφος απέναντι στις γνωστές προκαταλήψεις που στόχευαν σταθερά ενάντια στους αγωνιζόμενους: οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι προνομιούχοι εργαζόμενοι με σταθερές δουλειές, δηλαδή είναι μόνιμα βολεμένοι και τεμπέληδες.
Η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα παρουσιάζεται συχνά ως το κόστος που πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι για το προνόμιο της “μονιμότητας”. Αλλά μόνο το 60% των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι που εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί που βλέπουν τους εαυτούς τους ως προνομιούχους και προτρέπουν σε “κατανόηση” της “εμφανούς” αναγκαιότητας για περικοπές, δεδομένων των συρρικνούμενων προϋπολογισμών και των τεσσάρων εκατομυρίων ανέργων. Δεν ήταν μόνο οι περικοπές και η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας που έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει – ήταν η οργή των εργαζομένων για τον τρόπο που τους αντιμετώπιζε η κυβέρνηση.
Περιέργως το κίνημα στη Murcia δεν είχε ιδιαίτερη αποδοχή ή αλληλεπίδραση με άλλα τμήματα της χώρας. Τα ΜΜΕ το αγνόησαν εντελώς, παρόλο που κάλυπταν εκτεταμένα τις εξεγέρσεις στις Αραβικές χώρες. Σε εθνικό επίπεδο αναδύθηκαν πολλοί παρόμοιοι αγώνες τους τελευταίους μήνες, χωρίς όμως να αναπτυχθούν σε τέτοια κλίμακα.
Μέχρι στιγμής οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα δεν φημίζονταν για την αγωνιστικότητά τους. Οι περισσότεροι έχουν πολύ μικρή εμπειρία από εργασιακές συγκρούσεις. Για πολλούς απ” αυτούς οι κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 ήταν η πρώτη φορά που κατέβηκαν στο δρόμο και αγωνίστηκαν ενάντια σε μια κυβερνητική απόφαση. Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν το μαζικότερο κομμάτι των δημοσίων υπαλλήλων και ακολουθούν οι εργαζόμενοι στην υγεία. Το εργατικό δυναμικό σ” αυτούς τους δύο τομείς είναι σχετικά νεαρό σε ηλικία. Ενώ το 1980 οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν κατά 78% μέλη συνδικάτων και οι δημόσιοι υπάλληλοι μόνο κατά 17%, σήμερα αυτή η αναλογία έχει σχεδόν αντιστραφεί. Στη βιομηχανία το 20% των εργαζομένων είναι πλέον μέλη συνδικάτων ενώ στον δημόσιο τομέα το ποσοστό φτάνει το 27-30%, συνολικά στην Ισπανία το επίπεδο συνδικαλιστικής συμμετοχής είναι περίπου στο 17%.
Τα μεγάλα συνδικάτα έχουν απο-νομιμοποιηθεί πια σ’ ένα σημαντικό βαθμό: από το ξέσπασμα της κρίσης υποστηρίζουν σταθερά την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, που πλασάρεται ως “αναδιάρθρωση”, ενώ οι αγωνιστικές διέξοδοι που έχουν να προσφέρουν κινούνται αποκλειστικά σε συμβολικό επίπεδο. Ωστόσο αυτές οι συμβολικές διαμαρτυρίες ήταν αρκετές ώστε να αποτρέψουν μια ανοιχτή ρήξη μεταξύ των συνδικάτων και των εργαζομένων.
Οι εκπαιδευτικοί πήραν πρωτοβουλίες μόνοι τους χωρίς να περιμένουν το συνδικάτο τους. Τόσο αυτοί όσο και οι εργαζόμενοι στην υγεία περιόρισαν τις δράσεις τους εντός της εργασίας σε συμβολικές 15-λεπτες απεργίες. Απ” τη μία αυτές οι κινήσεις δεν σαμποτάρουν τον κύκλο της παραγωγής και δεν επιφέρουν οικονομική ζημιά στην εργοδοσία και το κράτος, απ” την άλλη όμως οι συγκεκριμένες στάσεις εργασίας είχαν θετικό αντίκτυπο στους παραλήπτες των υπηρεσιών, τους μαθητές, τους γονείς και τους ασθενείς. Η απεργία επομένως παρέχει την ευκαιρία να συναντηθούν τα “πληττόμενα κομμάτια” και να διευρυνθεί η κινητοποίηση, εφόσον οι αγωνιζόμενοι κάνουν ξεκάθαρο το ότι η κυβερνητική πολιτική δεν έχει μόνο άμεση επίδραση στους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα, αλλά ότι όσο περνάει ο καιρός οι δημόσιες υπηρεσίες θα γίνονται χειρότερες για όλους και όλες. Σ” αυτό το σημείο η συζήτηση για τον χαρακτήρα της κρίσης και των επιθέσεων λιτότητας καθίσταται αναγκαία.
Πέρα απ” το αρχικό κεντρικό σύνθημα για “πραγματική δημοκρατία τώρα” το κίνημα 15-Μ αυτή τη στιγμή στοχεύει στις πολιτικές που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Το βασικό σύνθημα τώρα είναι “Σταματήστε την Ευρω-Συνθήκη”. Η συζήτηση πλέον αγγίζει τις κεντρικές γραμμές οροθέτησης της ταξικής πάλης και παράλληλα τονίζει εμφατικά τη διεθνή κατάσταση. Στις διαδηλώσεις εμφανίζονταν όλο και περισσότερα πολύγλωσσα πλακάτ, πολλά γραμμένα στα Ελληνικά ή τα Αραβικά. Οι περαιτέρω εξελίξεις βασίζονται λιγότερο στην εσωτερική δυναμική του κινήματος και περισσότερο σε εξωτερικούς παράγοντες. Πολλοί αγωνιζόμενοι είναι αποφασισμένοι ότι το κίνημα μπορεί να συνεχίσει μόνο αν μαζικοποιηθεί περισσότερο. Έχουν αρχίσει να φτιάχνονται δίκτυα αποκεντρωμένων τοπικών συνελεύσεων σε διάφορα σημεία των Ισπανικών πόλεων και δημιουργούνται σταθερές επαφές με τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια εντός των συνδικάτων. Ομάδες εργασίας από το 15-Μ οργανώνουν δράσεις αλληλεγγύης μπροστά από επιχειρήσεις των οποίων οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αγωνιστική κατεύθυνση. Το κίνημα – ο λόγος του και οι πρακτικές του – επεκτείνεται στους χώρους εργασίας. Η ανάπτυξή του θα εξαρτηθεί κυρίως απ” την επιδείνωση της κρίσης χρέους και της αντίδρασης των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Οι νέες περικοπές θα τους αναγκάσουν να εντείνουν τις κινητοποιήσεις τους. Και το ξέσπασμα του κινήματος 15-Μ μπορεί να οδηγήσει σε έναν εντελώς καινούριο αστερισμό αγώνων.
Wildcat no.90, καλοκαίρι 2011
μετάφραση από τον Agesilaus Santander